Ορρογόνοι θύλακες (bursa, πληθ. bursae) υπάρχουν σε όλο μας το σώμα και ειδικά στα σημεία στα οποία υπάρχει προεξοχή ενός οστού ακριβώς κάτω από το δέρμα. Τα σημεία αυτά προστατεύονται από τους ορρογόνους θύλακες γιατί υφίστανται συνεχή τριβή. Όταν ακουμπάμε τον αγκώνα μας σε ένα τραπέζι ή γονατίζουμε στο πάτωμα, είναι οι ορρογόνοι θύλακες του ωλέκρανου και της επιγονατίδας οι οποίοι παρεμβάλλονται ανάμεσα στο δέρμα και στο κόκαλο.
Στη φυσιολογική τους κατάσταση οι ορρογόνοι θύλακες περιέχουν ελάχιστη ποσότητα υγρού (ή ορρού, εξ’ ού και το όνομά τους). Το υγρό αυτό δημιουργεί ίσα-ίσα μια <γλίτσα> στο εσωτερικό των επιφανειών τους, ώστε τα δύο τοιχώματα να γλιστράν με μειωμένη τριβή. Μοιάζουν δηλαδή με ένα μαλακό ασκό, ο οποίος περιέχει μια ελάχιστη ποσότητα υγρού και δείχνει άδειος. Αντίθετα, όταν υπάρξει μια φλεγμονή το υγρό αρχίζει να αυξάνεται και ο ορρογόνος θύλακας φουσκώνει.
Η φλεγμονή του ορρογόνου θύλακα (ορρογονοθυλακίτιδα - bursitis) εμφανίζεται επιλεκτικά σε συγκεκριμένα σημεία, τα συχνότερα από τα οποία είναι: ωλέκρανον, υπακρωμιακός θύλακας, υπερεπιγονατιδικός και προεπιγονατιδικός θύλακας, τροχαντήρας (= τροχαντερίτιδα), χήνειος πόδας.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η σηπτική ορρογονοθυλακίτιδα (septic bursitis) δηλ. η μόλυνση του ορρογόνου θύλακα από κάποια μικρή πληγή ή αμυχή. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε συλλογή πύου και όχι ορρού.
Στη θεραπεία της ορρογονοθυλακίτιδας εξαιρετικό αποτέλεσμα έχουν οι τοπικές εγχύσεις κορτιζόνης. Αυτό οφείλεται στο ότι ο ορρογόνος θύλακας είναι μια κλειστή <φούσκα>, η οποία μόλις γεμίσει με λίγες έστω σταγόνες φάρμακου, αμέσως παύει να φλεγμαίνει. Αντένδειξη φυσικά για τη χορήγηση κορτιζόνης είναι η σηπτική ορρογονοθυλακίτιδα, στην οποία χορηγούμε συστηματική αντιβίωση.